ραφτόπουλο

ραφτόπουλο
το
θηλ. -ούλα μαθητευόμενος ή μικρός στην ηλικία ράφτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ραφτόπουλο — το, Ν 1. μαθητευόμενος νεαρός ράφτης 2. ο νεαρός γιος τού ράφτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράφτης + κατάλ. πουλο*] …   Dictionary of Greek

  • -πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη …   Dictionary of Greek

  • ολόδροσος — η, ο πολύ δροσερός, γεμάτος δροσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + δρόσος (πρβλ. πολύ δροσος). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Π. Ραφτόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”